Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

ΑΙΤΙΑ ΤΥΦΛΩΣΗΣ

3 ΑΙΤΙΑ ΤΥΦΛΩΣΗΣ

Αν και τα αίτια τύφλωσης συχνά παραμένουν άγνωστα, παρά την αλματώδη πρόοδο της ιατρικής επιστήμης, τα βασικότερα μπορούν να ταξινομηθούν στις επόμενες κατηγορίες (Κρουσταλάκης):
 Κληρονομικά και επίκτητα αίτια
 Λοιμώδεις ασθένειες
 Δηλητηριάσεις
 Δυστυχήματα και κακώσεις όγκοι
 Προγεννητικά
 Περιγεννητικά και μεταγεννητικά αίτια.

Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα εξής:
 Κύριες ασθένειες του οπτικού οργάνου: ανάπτυξη όγκων ή ινοπλασμάτων, καταρράκτης, γλαύκωμα, ατροφία του οπτικού νεύρου, αποστήματα του κερατοειδούς, αμαυρωτική οικογενειακή ιδιωτεία, εκφύλιση της ωχράς κηλίδος, κ.λ.π.
 Μολυσματικές ασθένειες της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης, όπως και τα αφροδίσια νοσήματα (γονόρροια, βλεννόρροια, σύφιλη)
 Μολυσματικές ασθένειες κατά την παιδική ηλικία, όπως μηνιγγίτιδα, οστρακιά, ευλογιά, εγκεφαλίτιδα, ιλαρά, διφθερίτιδα, …
 Τραυματισμοί του κρανίου, που προξενούνται από πιέσεις του εμβρυουλκού ή άλλων μαιευτικών εργαλείων κατά τον τοκετό, κακώσεις, ατυχήματα, δηλητηριάσεις, …
 Διαθλαστικές δυσλειτουργίες του οπτικού οργάνου, όπως η μυωπία, ο αστιγματισμός, η πρεσβυωπία, η υπερμετρωπία.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΟΦΘΑΛΜΩΝ

2 ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΟΦΘΑΛΜΩΝ
Ο οφθαλμός είναι ένα πολύπλοκο όργανο και οποιοδήποτε τμήμα του μπορεί να πάθει κάποια βλάβη. Ο βολβός, ο κερατοειδής χιτώνας ή ο φακός είναι δυνατόν να παρουσιάζουν προβλήματα στη λειτουργία τους. Μερικές από τις πιο συνηθισμένες βλάβες της όρασης παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω: (KIRK, 1973, σελ. 362 – 371).

2.1 ΔΙΑΘΛΑΣΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ

Στις διαθλαστικές ανωμαλίες οφείλεται το ½ όλων των οπτικών βλαβών. Στο φυσιολογικό μάτι η εικόνα ενός αντικειμένου εστιάζεται πάνω στον αμφιβληστροειδή χωρίς καμιά ιδιαίτερη μυική προσπάθεια ή προσαρμογή του φακού, όταν το αντικείμενο βρίσκεται σε απόσταση 20 ποδών ή και μεγαλύτερη. Όταν όμως το βλέμμα προσηλώνεται σε αντικείμενο που βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 20 ποδών, οι μύες του οφθαλμού αυξάνουν την κυρτή καμπύλη του φακού, ώστε η εικόνα του αντικειμένου να συνεχίζει να εστιάζεται πάνω στον αμφιβληστροειδή. Στις περιπτώσεις διαθλαστικής ανωμαλίας ο οφθαλμός μπορεί να εμφανίσει υπερμετρωπία ή μυωπία ή αστιγματισμό ή συνδυασμό αυτών, οπότε η εικόνα του αντικειμένου που βρίσκεται σε απόσταση 20 ποδών από το μάτι, δεν εστιάζεται πάνω στον αμφιβληστροειδή.
Υπερμετρωπία- πρεσβυωπία. Είναι η δυσκολία να διακρίνει κανείς καθαρά τα κοντινά αντικείμενα και εφ’ όσον είναι μεγάλου βαθμού και τα μακρινά. Το παιδί καταφέρνει εν τούτοις να έχει μια καλή όραση με ιδιαίτερη προσπάθεια για να εξουδετερώσει την υπερμετρωπία, κάνοντας προσαρμογή κατάλληλη στο φακό του. Μερικές όμως φορές η προσπάθεια αυτή δημιουργεί το λεγόμενο προσαρμοστικό στραβισμό. Για διόρθωση της υπερμετρωπίας τοποθετείται κυρτός φακός.
Μυωπία. Είναι δυσκολία να διακρίνει κανείς καθαρά τα μακρινά αντικείμενα ενώ συνήθως βλέπει αρκετά καλά τα κοντινά. Συνήθως εμφανίζεται στη σχολική ηλικία, μπορεί όμως να υπάρχει από τη γέννηση. Πολλές φορές είναι κληρονομική, όπως όλες άλλωστε οι διαθλαστικές ανωμαλίες. Η εξέλιξή της δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Θα καταλάβουμε ότι το παιδί μας αρχίζει να αναπτύσσει μυωπία όταν για να ξεχωρίσει μακρινά αντικείμενα ανοιγοκλείνει τα μάτια του και τα σφίγγει ή κρατάει πολύ κοντά το βιβλίο του. Η μυωπία δε δημιουργεί συνήθως πονοκεφάλους και κόπωση. Τα μεγάλα παιδιά διαμαρτύρονται ότι δε βλέπουν στον πίνακα. Για διόρθωση της μυωπίας τοποθετείται κοίλος φακός..
Αστιγματισμός. Οφείλεται στη διαφορετική διάθλαση που υφίστανται οι ακτίνες, καθώς διαπερνούν τον κερατοειδή, ο οποίος έχει ανωμαλία στην κατασκευή της καμπυλότητάς του. Έτσι τα είδωλα εστιάζονται παραμορφωμένα στον αμφιβληστροειδή. Επειδή ο αστιγματισμός είναι ζήτημα κατασκευής του κερατοειδούς συνήθως, υπάρχει από τη γέννηση και οι μεταβολές του είναι μικρές. Αν δε διορθωθεί έγκαιρα προκαλεί πονοκεφάλους, ερεθισμούς και βάρος στα μάτια.
Όλες οι διαθλαστικές ανωμαλίες διαπιστώνονται από τον οφθαλμίατρο και αντιμετωπίζονται ανάλογα με την ηλικία και τις ανάγκες του παιδιού. Στις μικρές ηλικίες διορθώνονται με γυαλιά και αργότερα με φακούς επαφής ή με μόνιμες επεμβάσεις στον κερατοειδή με laser.
Αμβλυωπία. Είναι η κατάσταση στην οποία παρατηρείται κακή ή μειωμένη όραση, στο ένα ή και στα δυο μάτια, ακόμη και μετά τη θεραπεία των διάφορων αιτίων που την προκάλεσαν, ή την εφαρμογή κατάλληλων διορθωτικών γυαλιών. Οφείλεται στην ελλιπή ανάπτυξη και τελειοποίηση της οπτικής οδού. Το μάτι δεν έμαθε να βλέπει στη σωστή ηλικία. Η θεραπεία της αμβλυωπίας είναι μακρά και απαιτεί υπομονή από το μικρό ασθενή και τους γονείς του. Το σημαντικότερο όμως είναι να διαγνωσθεί εγκαίρως όταν ακόμη υπάρχουν περιθώρια διόρθωσης της όρασης, γιατί μετά τα 6 έως 7 χρόνια αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο ή και ακατόρθωτο να γίνει.
2.2 ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΜΥΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Σ’ αυτή την περίπτωση, της προβληματικής όρασης, παρατηρείται ανωμαλία στους εξωτερικούς μυς του οφθαλμού που ελέγχουν τις κινήσεις του οφθαλμού μέσα στην οφθαλμική κόγχη. (Κυπριωτάκης, 1985, σελ.. 22 -24).
Στραβισμός ή αλληθωρισμός. Αυτή η κατάσταση είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Υπάρχουν πολλές μορφές στραβισμού ανάλογα με την αιτία. Ο στραβισμός είναι πάθηση κατά την οποία οι οπτικοί άξονες των ματιών δεν είναι παράλληλοι, αλλά σχηματίζουν μία γωνία, τη γωνία του στραβισμού. Έτσι το παιδί δεν κοιτάζει με τα δυο μάτια συγχρόνως τον ίδιο στόχο, αλλά χρησιμοποιεί μόνο το ένα μάτι για να προσηλώνει και να βλέπει, ενώ το άλλο ξεφεύγει και κοιτάζει προς τα μέσα, δηλ. προς τη μύτη, οπότε έχουμε το συγκλίνοντα στραβισμό, ή προς τα έξω οπότε έχουμε τον αποκλίνοντα στραβισμό. Στο πρώτο τρίμηνο της ζωής τα μωρά κάνουν συχνά περίεργες κινήσεις στραβισμού και αυτό οφείλεται στην ανωριμότητα των οπτικών οδών. Όσο το παιδί μεγαλώνει, τόσο τελειοποιείται το οπτικό σύστημα μεταφοράς και αντιλήψεως της εικόνας και τα δυο μάτια συνεργάζονται ώστε να έχουμε μία μοναδική εικόνα στον εγκέφαλο. Όταν αυτό δεν μπορεί να συμβεί και να ταυτιστούν οι δυο εικόνες σε μία, τότε έχουμε στραβισμό. Αυτό το αντιλαμβάνονται συνήθως οι γονείς ή το διαπιστώνει ο παιδίατρος στην τακτική παρακολούθηση του παιδιού. Άλλες πάλι φορές το παιδί μεγαλώνει με «ίσια» μάτια και αργότερα, όταν είναι δύο, τριών χρονών ή και μεγαλύτερο εμφανίζει στραβισμό είτε ξαφνικά είτε προοδευτικά με τον καιρό. Ο στραβισμός μπορεί να είναι μόνιμος στο ένα μάτι ή να εναλλάσσει δηλ. πότε να φεύγει το ένα και πότε το άλλο μάτι.
Σε όλες τις περιπτώσεις του στραβισμού, εφ’ όσον διαπιστωθούν από τον παιδίατρο, πρέπει να γίνεται εξέταση από τον ειδικό οφθαλμίατρο, αφ’ ενός για να αποκλειστούν σπάνιες παθήσεις, αφ’ ετέρου για να αντιμετωπισθεί ο ίδιος ο στραβισμός. Δεν πρέπει το θέμα του στραβισμού να αντιμετωπίζεται επιπόλαια, επειδή κάποιος μας είπε ότι «μεγαλώνοντας το παιδί θα φτιάξει μόνος του» ή ότι « όταν ήμασταν μικροί και εμείς είχαμε και τώρα δεν έχουμε», γιατί εκτός από τις σοβαρές παθήσεις που πρέπει να αποκλειστούν, ό ίδιος ο στραβισμός και ειδικά όταν αυτός παρουσιάζεται μόνιμα σε ένα μάτι, δημιουργεί συνθήκες κακής όρασης και το μάτι γίνεται αμβλυωπικό δηλ. τεμπέλικο.
Η αντιμετώπιση του στραβισμού γίνεται από τον οφθαλμίατρο, ανάλογα με το είδος του στραβισμού, την αιτία που τον προκάλεσε, την ηλικία εμφάνισης, την ύπαρξη ή όχι μειωμένης όρασης, … . Έτσι το παιδί μπορεί να χρειαστεί να φορέσει γυαλιά, να κάνει ασκήσεις για την ενίσχυση της όρασης και τέλος να υποβληθεί σε ειδική εγχείρηση. Κάθε παιδί και κάθε στραβισμός είναι μια ξεχωριστή περίπτωση και χρειάζεται τη δική του ιδιαίτερη μεταχείριση και αντιμετώπιση. Οι γονείς και το παιδί χρειάζονται υπομονή και επιμονή και ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού τους συνήθως τα καταφέρνουν.
Ετεροφορία. Είναι η ανατροπή της μυικής ισορροπίας των οφθαλμών κατά την οποία η παρέκκλιση δεν είναι φανερή, όπως στο στραβισμό, αλλά λανθάνουσα.

2.3 ΑΛΛΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ

Υπάρχουν και άλλες ανωμαλίες, ασθένειες και παθολογικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη λειτουργία της όρασης και δημιουργούν βλάβες της όρασης.
Καταρράκτης. Είναι η πάθηση κατά την οποία ο φακός του οφθαλμού γίνεται αδιαφανής με αποτέλεσμα την απώλεια της οπτικής οξύτητας. Ο καταρράκτης μπορεί να αντιμετωπιστεί με χειρουργική επέμβαση.
Γλαύκωμα. Είναι η ασθένεια που προέρχεται από την αύξηση της ενδοφθαλμίας πίεσης που προκαλεί αλλοίωση του σχήματος του βολβού και κακή κυκλοφορία και αποχέτευση του οφθαλμικού υγρού.
Αλβινισμός ή λευκοπάθεια. Είναι μια κληρονομική ασθένεια κατά την οποία λείπει από τον οργανισμό η μελαγχρωστική, όσοι πάσχουν από αυτή είναι ευαίσθητοι στο φως και η κεντρική τους όραση είναι εξασθενημένη.
Υπάρχουν και άλλες ασθένειες και καταστάσεις , εκτός από αυτές που αναφέραμε ήδη, που μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές βλάβες στην όραση μέχρι και πλήρη τύφλωση, όπως είναι ο διαβήτης, η σίφυλη, η κερατίτιδα., η συγγενής τοξοπλασμάτωση η οποία μεταδίδεται στο παιδί από τη μητέρα που έχει προσβληθεί από αυτή κατά την κύηση, η οπισθοφακική ινοπλασία.

Τυφλότητα

1 ΟΡΙΣΜΟΙ – ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ

Οι άνθρωποι είναι πολύπλευροι οργανισμοί και ταξινομούνται κάθε φορά με διάφορες παραμέτρους. Έτσι και τα παιδιά με προβλήματα όρασης μπορούν να ταξινομηθούν με βάση:
 Το βαθμό οπτικής οξύτητας, το πλάτος και τη στενότητα του οπτικού τους πεδίου (ιατρική ταξινόμηση)
 Τη χρήση της όρασης, που γίνεται για εκπαιδευτικούς σκοπούς. (εκπαιδευτική ταξινόμηση)

Η πρώτη συστηματική προσπάθεια για τον ορισμό της τύφλωσης έγινε στο δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στις Η.Π.Α και υπαγορεύτηκε από οικονομικούς και νομικούς λόγους. Βασική επιδίωξη ήταν να οριστούν τα άτομα τα οποία έπρεπε να τύχουν κρατικής βοήθειας και χρησιμοποιήθηκαν δύο κυρίως κριτήρια:
• Η οπτική οξύτητα
• Και η αντίληψη ότι το άτομο πρέπει να κάνει ελάχιστη χρήση της υπολειπόμενης όρασής του.
Στη χώρα μας από ιατρικής και νομικής πλευράς τυφλό είναι το άτομο που έχει οπτική οξύτητα μικρότερη από το 1/20 της φυσιολογικής, στο μάτι που βλέπει καλύτερα, ακόμη και μετά από θεραπεία. (Ν. 985/1979).
Οπτική οξύτητα 1/20 σημαίνει ότι το παιδί μπορεί να διακρίνει από απόσταση ενός ποδός (30,4 εκ.) ό,τι, το παιδί με φυσιολογική όραση, διακρίνει από απόσταση 20 ποδών. (6,08 μέτρα).
Οι κλινικές ταξινομήσεις των προβλημάτων όρασης γίνονται με βάση την οπτική οξύτητα ή την καθαρότητα της όρασης. Πολλά είναι τα TESTS όρασης, τα περισσότερα από τα οποία βασίζονται στον πίνακα SNELLEN. Ο τύπος που χρησιμοποιείται για νεαρούς ανθρώπους παρουσιάζει το γράμμα Ε και περιλαμβάνει σχήματα διαφόρων μεγεθών και θέσεων (…..). το γράμμα που βρίσκεται στην κορυφή του πίνακα είναι περίπου 3,5 ίντσες (1 ίντσα = 2,54 εκ) και είναι ορατό με φυσιολογικό μάτι από απόσταση 200 ποδών (68 μέτρα).
Το σύμβολο 20/200 σημαίνει ότι το παιδί με προβλήματα όρασης μπορεί να διακρίνει σε απόσταση 20 ποδών ό,τι, ένας φυσιολογικός οφθαλμός μπορεί να διακρίνει από απόσταση 200 ποδών. Ανάλογη ερμηνεία μπορεί να έχουν τα σύμβολα: 1/10, 1/20, 20/70, κ.λ.π.
Από εκπαιδευτικής πλευράς εξεταζόμενα τα άτομα με προβλήματα στην όραση, διαφοροποιούνται ανάλογα με τη «χρήσιμη όραση για εκπαιδευτικούς σκοπούς» που υποδηλώνει τη δυνατότητα για εκμετάλλευση ορισμένης όρασης χαμηλού βαθμού για την παρακολούθηση της διδασκαλίας και τα αποτελέσματα από την άποψη της μάθησης.
Σχετικές έρευνες και μελέτες έδειξαν ότι:
 Οι δυνατότητες για μάθηση διαφέρουν ανάμεσα στα άτομα με την ίδια οπτική οξύτητα.
 Το παιδί αντίθετα με ό,τι πίστευαν παλιότερα, πρέπει να χρησιμοποιεί την υπολειπόμενη όρασή του και
 Ο νομικός ορισμός δεν καθορίζει τον τρόπο εκπαίδευσης που κρίνεται επωφελής για το τυφλό παιδί.

Οι λόγοι αυτοί οδήγησαν στην ανάγκη αναθεώρησης του νομικού ορισμού της τύφλωσης για εκπαιδευτικούς σκοπούς και στη διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού ορισμού.
Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό Τυφλό θεωρείται το άτομο το οποίο ανεξάρτητα από την οπτική οξύτητα παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες σε ό,τι αφορά την εξέλιξή του ,τη μάθηση και την επικοινωνία και είναι αναγκαία η εφαρμογή προσαρμοσμένων προγραμμάτων, ειδικών μέσων και ειδικών μεθόδων για την εκπαίδευσή του, την ικανοποιητική επαγγελματική απασχόλησή του και την κοινωνική του προσαρμογή.

Για εκπαιδευτικούς λοιπόν καθαρά σκοπούς τα παιδιά με προβλήματα όρασης διακρίνονται σε δυο κατηγορίες:
 Στα μερικώς βλέποντα παιδιά, που έχουν ναι μεν βλάβη στην όραση, μπορούν όμως να διαβάζουν τα βιβλία των βλεπόντων με μεγαλύτερα γράμματα ή με τη βοήθεια μεγεθυντικής οθόνης. (Μερικώς βλέποντα χαρακτηρίζονται τα άτομα των οποίων η οπτική οξύτητα είναι μεγαλύτερη από το 1/10, αλλά δεν υπερβαίνει τα 2/7 στον καλύτερο οφθαλμό, που έχει προηγουμένως δεχτεί κάθε δυνατή διόρθωση).
 Στα τυφλά παιδιά, που αδυνατούν να διαβάσουν έντυπα, μπορούν όμως να διαβάσουν και να εκπαιδευτούν με το σύστημα BRAILLE. Είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρίσουμε την τέλεια τύφλωση, που σχεδόν πάντα είναι φανερή από τη βρεφική ηλικία. Η αναγνώριση όμως μικρότερης οπτικής βλάβης σε ένα παιδί είναι πολύ δύσκολη και αυτό γιατί το μικρό παιδί δε διαθέτει ή διαθέτει πολύ μικρή αντίληψη που τη βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι σε σύγκριση με αυτό. Έτσι πολύ συχνά κάποιες ατέλειες στην όραση παραμένουν άγνωστες μέχρις ότου το παιδί φτάσει στη σχολική ηλικία. (Κυπριωτάκης 1985, ΣΕΛ. 21).

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού. Γραμμένο σε Μπράιγ


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού


Φύλλο, φύλλο της κουκιάς. Λαικό παραμύθι από το Ανθολόγιο Α, Β Δημοτικού